Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ημερολόγια Αρχαίων Ελλήνων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ημερολόγια Αρχαίων Ελλήνων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ονομασίες μηνών ελληνικών πόλεων.





Στη παρούσα ενότητα, παρουσιάζονται τα ονόματα των μηνών ελληνικών πόλεων, σε αλφαβητική σειρα, από αντίστοιχες επιγραφές, ή όπως τους περιγράφουν στα έργα τους αρχαίοι συγγραφείς. Επίσης, επειδή συνήθως οι μήνες ονομάζονταν από τις μεγάλες γιορτές που πανηγυρίζονταν κατά τη διάρκειά τους, θα αναφέρουμε και τις γιορτές που σχετίζονταν μ’ αυτούς. 







Αγναίος, είναι η ονομασία μήνα κάποιων ελληνικών πόλεων, και ειδικά της πόλης Άλος της Φθιώτιδας στο νότιο άκρο της πεδιάδας του Αλμυρού, όπως μαρτυρεί η αντίστοιχη επιγραφή που βρέθηκε εκεί.



Αγριάνιος, είναι μήνας του ημερολογίου της Επιδαύρου, της Ρόδου, της Κω, της Καλύμνου, του Βυζαντίου, της Μεσσήνης και άλλων ελληνικών πόλεων. Η ονομασία του βασίζεται στο επίθετο τουΔιονύσου Αγριώνιος. Για την αντιστοιχία του οι γνώμες των ειδικών διχάζονταν άλλοι τον αντιστοιχούν με τον Απρίλιο ή τον Μάιο, και άλλοι με τον Νοέμβριο ή τον Ιανουάριο. Πιθανώς η ονομασία του μήνα να σχετίζεται με τα Αγριάνια ή Αγράνια, γιορτή που ετελείτο στο Άργος προς τιμήν του Διόνυσου, αλλά και είδος μνημοσύνου, για τις θυγατέρες του μυθικού βασιλιά του Άργους Προίτου. Σύμφωνα με τον μύθο, οι τρεις βασιλοπούλες μόλις έφτασαν σε ηλικία γάμου, επειδή περιφρόνησαν τις θυσίες του Διονύσου, καταλήφθηκαν από μανία και περιπλανιόνταν στα βουνά της Πελοποννήσου. Τελικά, οι δύο θεραπεύτηκαν από τον Μελάμποδα, ενώ η τρίτη σκοτώθηκε. Παρόμοια γιορτή ετελείτο στον Ορχομενό της Βοιωτίας με την ονομασία Αγριώνια, προς τιμήν του θεού Διονύσου και βασισμένη σ ένα παραπλήσιο μύθο για τις θυγατέρες του Μινύα. Έτσι, στη Βοιωτία ο αντίστοιχος μήνας ονομαζόταν Αγριώνιος. Η γιορτή των Αγριωνίων είχε επεκταθεί και σε άλλες πόλεις και περιοχές της Ελλάδας, όπως στη Θήβα, Κρήτη, Λέσβο, Χίο, που κατά κάποιο τρόπο δικαιολογεί την ονομασία κάποιου μήνα του έτους ως Αγριάνιο.

Ημερολόγιο Δελφών.





 Το Ημερολόγιο των Δελφών, είχε κι αυτό δώδεκα μήνες κι η χρονολόγηση των ετών, γινόταν με βάση τις Ολυμπιάδες και πλησίαζε περισσότερο στο ημερολόγιο της Αρχαίας Σπάρτης.
  Οι μήνες ήταν συνήθως αφιερωμένοι σε έναν ή δύο από τους δώδεκα Ολύμπιους θεούς ή σε κάποια γιορτή.


  Το ημερολόγιο των Δελφών, άρχιζε τον μήνα Απελλαίο, πιθανώς αντίστοιχο του αττικού μήνα Μαιμακτηριώνα. Σπουδαίος όμως ήταν και ο ανοιξιάτικος μήνας Βύσιος. Η 7η ημέρα αυτού του μήνα εθεωρείτο γενέθλια ημέρα του Απόλλωνα και μάλλον συνέπιπτε με την εαρινή ισημερία. 


  Ο μήνας Βύσιος, αντίστοιχος προς τον αττικό Ανθεστηριώνα, ήταν για τους κατοίκους των Δελφών, η κύρια χρονική περίοδος κατά την οποία έπρεπε να ερωτάται το μαντείο των Δελφών, προκειμένου να δίνει τους χρησμούς του. Ανάλογα μεταβάλλονταν τα ονόματα των μηνών στα άλλα ελληνικά ημερολόγια, καθώς και η αρίθμηση των ημερών.

Αρχαία Ελληνικά Ημερολόγια




  
Ο άνθρωπος, στην διαχρονική εξέλιξη της γνωριμίας του με τον κόσμο, βρέθηκε στην ανάγκη προσδιορισμού της έννοιας του χρόνου. Στην αρχή, ήταν αρκετό να μετρά τον χρόνο, χρησιμοποιώντας το φυσικό περιοδικό φαινόμενο της ημέρας, της νύκτας και αργότερα του ημερονυκτίου.
  Κατόπιν, η ανάγκη καλλιέργειας και συλλογής των διαφόρων καρπών για την επιβίωσή του, τον οδήγησε στην συνειδητοποίηση της εναλλαγής των διαφόρων εποχών, κάθε μία από τις οποίες ευνοούσε την ανάπτυξη και διαφορετικής βλάστησης.



  Οι αρχαϊκές πηγές από τον ελλαδικό χώρο, όπως πήλινες πινακίδες του 13ου π.Χ. αιώνα, τα έργα του Ομήρου, του Ησίοδου κ.ά., αποκαλύπτουν τη χρήση σεληνιακών μηνών από τις ελληνικές πόλεις-κράτη.

  Ο Ησίοδος αναφέρει μεθόδους υπολογισμού του έτους βασισμένες στην παρατήρηση λαμπρών άστρων. Στο έπος του «Έργα και Ημέραι» αναφέρει ως χρόνο αμητού (θερισμού) την περίοδο που το ανοικτό σμήνος των Πλειάδων ήταν ορατό με γυμνό μάτι λίγο πριν την αυγή, ενώ ως χρόνο οργώματος την περίοδο λίγο μετά την παροδική εξαφάνιση των Πλειάδων, των Υάδων και του αστερισμού του Ωρίωνα από τον ουρανό 
(Έργα και Ημέραι , 383-384, 614-616).

  Επίσης, ο Ησίοδος συμβουλεύει τους γεωργούς, να αλωνίζουν τα στάχυα, όταν πρωτοεμφανίζεται ο Ωρίωνας, ένας αστερισμός που πολλοί αρχαίοι συγγραφείς θεωρούσαν ως ημερολογιακό δείκτη. Αυτό βασιζόταν στο γεγονός ότι η ανατολή του κατά τις πρωινές ώρες συνέπιπτε με την αρχή του καλοκαιριού, ενώ η ανατολή του τα μεσάνυχτα συνέπιπτε με την αρχή της συγκομιδής των σταφυλιών. Τέλος, η ανατολή του κατά τις απογευματινές ώρες υποδείκνυε ότι πλησίαζε η ψυχρή εποχή του χειμώνα.
  Ο Ιπποκράτης αναφέρει τις Πλειάδες και είχε επισημάνει το ότι διαιρούσαν το έτος σε τέσσερις εποχές, που βέβαια σχετίζονταν με τη θέση του ωραίου αυτού ανοικτού σμήνους στον ουρανό. Το καλοκαίρι άρχιζε με την εμφάνιση των Πλειάδων και διαρκούσε μέχρι την ανατολή του Αρκτούρου, του λαμπρότερου άστρου του αστερισμού του Βοώτη. Το φθινόπωρο διαρκούσε μέχρι την «εσπερία δύση» των Πλειάδων, ενώ τότε ακριβώς άρχιζε ο χειμώνας, που τελείωνε την εαρινή ισημερία. Κατόπιν, άρχιζε η εποχή της άνοιξης που διαρκούσε μέχρι την ανατολή των Πλειάδων.

  Ο λαός για τον προσδιορισμό των εποχών του έτους χρησιμοποιούσε ένα πλήθος
φαινομένων που παρατηρούσε στη φύση. Ο Ησίοδος αναφέρει πολλά από αυτά. Όπως
τις κραυγές των αποδημητικών γερανών, οι οποίοι προανάγγελλαν τόσο την περίοδο
του οργώματος, όσο και την έναρξη της εποχής της σποράς, την αναρρίχηση των σαλιγκαριών στα φυτά, η οποία έδειχνε το τέλος του σκαψίματος των αμπελώνων κ.ά.
  Αυτή η ταυτόχρονη χρησιμοποίηση πολιτικών και «φυσικών» ημερολογίων είναι χαρακτηριστικός τρόπος υπολογισμού του χρόνου από τους αρχαίους Έλληνες. Κατά τους κλασικούς χρόνους και μετέπειτα, οι μήνες, οι ονομασίες των οποίων σχετίζονταν με τις γιορτές προς τιμήν των ελληνικών θεοτήτων και βασίζονταν στον συνοδικό σεληνιακό μήνα, άρχιζαν από τη στιγμή που πραγματοποιείτο η φάση της νέας Σελήνης. Στην αρχαία Ελλάδα, όπως είναι σήμερα γνωστό, δεν υπήρχε ενιαίο ημερολόγιο. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν κατά τόπους διάφορα ημερολόγια, όπως το αττικό (αθηναϊκό), των Λακεδαιμονίων, των Βοιωτών, των Δελφών, της Δήλου, της Κρήτης, των Μακεδόνων, των Κυπρίων κ.ά. 

  Τα ημερολόγια αυτά δεν συμφωνούσαν γενικά μεταξύ τους, επομένως δεν συμφωνούσαν ούτε τα εορτολόγια των αρχαίων Ελλήνων.

Το πιο αξιόλογο και λεπτομερές, ήταν το αρχαίο αττικό ή αθηναϊκό ημερολόγιο.


 Τα ημερολόγια στην αρχαία Αθήνα και σε άλλες πόλεις, διέφεραν από το σύγχρονο ημερολόγιο. Το αρχαίο Ελληνικό ημερολόγιο, ήταν σέλινο-ηλιακό, με μήνες που παρακολουθούσαν τις φάσεις της Σελήνης και με εμβόλιμο μήνα, που προσθέτονταν, μία φορά κάθε 19 χρόνια. Κάθε ελληνική πόλη είχε τις δικές της ονομασίες για τους μήνες. 





Το φυσικό φαινόμενο της εμφάνισης και της απόκρυψης της σελήνης, διαπιστώθηκε ότι είναι περιοδικό φαινόμενο, που διαρκεί συγκεκριμένο αριθμό ημερονυκτίων .